δασοφυτεία

δασοφυτεία
η
φυτεία από πεύκα, βαλανιδιές ή άλλα δέντρα που θα εξελιχθεί σε δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + φυτεία. Η λ. μαρτυρείται το 1891 από τον Ν. Χλωρό στο περιοδικό Προμηθεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”